- αγαθάνωρ
- Τίτλος που δινόταν σε Θεσσαλούς στρατηγούς κατά την αρχαιότητα και ιδίως σε εκείνους που είχαν το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της Θεσσαλικής Συμπολιτείας. Σημαίνει τον πολίτη που μπορεί να εκτελέσει γρήγορα το ανδρικό του καθήκον. Ο α. ήταν αιρετός (από τους αντιπροσώπους των θεσσαλικών πόλεων) για ένα μόνο έτος. Κατάλογο των α. έως το 178 π.Χ. έχει διασώσει ο Ευσέβιος ο Παμφίλου στη Χρονογραφία του (3ος αι. μ.Χ.).
Dictionary of Greek. 2013.